παρακελευστικῶς

παρακελευστικῶς
παρακελευστικός
calling out to
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρακελευστικός — ή, ό / παρακελευστικός, ή, όν, ΝΑ [παρακελεύομαι] παρακελευσματικός, προτρεπτικός («ὡς παρακελευστικὸς ὁ λόγος ἦν ἐπ ἀρετήν», Πλάτ.). επίρρ... παρακελευστικῶς Α με παρακελευστικό τρόπο, προτρεπτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”